- γελανής
- γελᾱνής1 cheerful
καρδίᾳ γελανεῖ O. 5.2
θυμῷ γελανεῖ P. 4.181
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
καρδίᾳ γελανεῖ O. 5.2
θυμῷ γελανεῖ P. 4.181
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
γελανής — γελανής, ές (Α) γελαστός, χαρωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γελασ νής < *γελασνός < (θ.) γελάσ γελάω, μεταπλασμένο κατά το πρότυπο τών πρηνής απηνής, προσηνής] … Dictionary of Greek
γελανεῖ — γελᾱνεῖ , γελανής cheerful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic doric) γελᾱνεῖ , γελανής cheerful masc/fem/neut dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek